- ορθοπηξία
- ηιατρ. χειρουργική επέμβαση για στερέωση τού ορθού στο πυελικό τοίχωμα με σκοπό τη διόρθωση πρόπτωσής του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «η τελική μοίρα τού κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + πήξις «συνένωση, συναρμογή»].
Dictionary of Greek. 2013.